Μετά από τρία εμμονικά και μοναχικά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δούλευα καθημερινά την δική μου οπτικοποιημένη ερμηνεία του άλμπουμ «No More Shall We Part» των Nick Cave & The Bad Seeds, είδα τα έργα που δημιουργήθηκαν να βγαίνουν για πρώτη φορά από το εργαστήριό μου και να εκτίθενται στην Αθήνα, στο Μουσείο Μπενάκη, τον Απρίλιο και τον Μάιο που μας πέρασε.
To άλμπουμ «No More Shall We Part» είχε μεγάλο αντίκτυπο και επίδραση στην προσωπική μου ζωή, καθώς και στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη, από το 2001 που κυκλοφόρησε. Την εποχή εκείνη, προσπαθώντας να σώσω μια σχέση που είχε ήδη καταρρεύσει, και ψάχνοντας ικανοποιητικές απαντήσεις σε διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα που πολύ συχνά με βασανίζουν ακόμα, ένιωσα να ταυτίζομαι με τις βασικές ιδέες που πραγματεύεται το άλμπουμ, τον Θεό και τον Έρωτα. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής τότε στο Λονδίνο, είχα επιχειρήσει να μετουσιώσω σε εικόνα το τραγούδι The Sorrowful Wife κάνοντας μία από τις πρώτες μου ξυλογραφίες. Εκεί χάραξα τον εναρκτήριο στίχο του τραγουδιού I married my wife on the day of the eclipse, που ίσως και να περικλείει την βασική ιδέα του άλμπουμ.
Πολύ καιρό μετά την πρώτη ακρόαση του «No More Shall We Part», οι εικόνες που είχαν διαμορφωθεί μέσα μου όταν πρωτοάκουσα τα τραγούδια του δίσκου ήξερα ότι με ακολουθούν ακόμη. Έτσι, το 2015, ωριμότερος πλέον καλλιτεχνικά, αποφάσισα ότι, για όσο καιρό χρειαζόταν, θα αφιερωνόμουν εξ ολοκλήρου στην υλοποίηση μιας ιδέας την οποία επεξεργαζόμουν επί χρόνια: στόχος μου ήταν να επιχειρήσω μία απολύτως προσωπική εικαστική προσέγγιση του άλμπουμ «No More Shall We Part», δημιουργώντας δεκατέσσερα ζωγραφικά έργα εμπνευσμένα από τα ισάριθμα κομμάτια του δίσκου – τα δώδεκα τραγούδια του και τα δύο b-sides που κυκλοφόρησαν με τη limited edition του άλμπουμ. Στη συνέχεια, τα έργα αυτά, καθώς και το κέντημα που φιλοτέχνησε η Αντιόπη Πανταζή, μαζί με ένα μεγάλο τρίπτυχο και τις δύο μεταξοτυπίες τις οποίες εκθέτουμε εδώ, θα τα μετέφερα πολύ προσεκτικά σε ένα καλλιτεχνικό βιβλίο, το οποίο θα εξέδιδα με δική μου επιμέλεια.
Δεν είχα φανταστεί ούτε για μία στιγμή ότι θα γινόταν πραγματικότητα μια τέτοια έκθεση όταν πρωτοκυκλοφόρησε το άλμπουμ, αλλά όλα αυτά τα χρόνια το ονειρευόμουν.
Η προσέλευση και η ανταπόκριση του κόσμου στα εγκαίνια, στην συναυλία που πραγματοποιήθηκε στο αίθριο και σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη ήταν πραγματικά συγκινητική.
Από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι τον Ιούνιο του 2018 είχα την τύχη και την τιμή να δουλέψω μαζί με τον Μανώλη και τον Χρύσανθο Αγγελάκη στο γνωστό εργαστήριο μεταξοτυπίας Tind, δημιουργώντας και ανασυνθέτοντας από το μηδέν δύο από τα 14 ζωγραφικά έργα/ τραγούδια του πρότζεκτ με τη μέθοδο της μεταξοτυπίας: το «Darker With The Day» και το «And No More Shall We Part». Σε όλη τη δημιουργική διαδικασία προέκυψαν μερικά ακόμη έργα με σημαντικό ρόλο στην ολοκληρωμένη εικόνα της έκθεσης, της έκδοσης και του πρότζεκτ.
Από τους πρώτους που έμαθαν γι’ αυτό το σχέδιο πριν αρχίσω να το θέτω σε εφαρμογή ήταν ο Jim Sclavunos, ένας άνθρωπος τον οποίον πάντοτε εκτιμούσα βαθύτατα ως προσωπικότητα και ως καλλιτέχνη – αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την παράλληλη ιδιότητά του ως μόνιμου μέλους των Bad Seeds. Μου είναι δύσκολο να εκφράσω με την αρμόζουσα ακρίβεια πόσο μεγάλη τύχη και τιμή αποτελεί για εμένα το γεγονός ότι ο Sclavunos έγινε ο φίλος που, με φυσικό και αβίαστο τρόπο, με βοήθησε να διεισδύσω ακόμη πιο βαθιά σ’ ένα σύμπαν που μου φαινόταν οικείο μα ταυτόχρονα απροσπέλαστο, αφήνοντάς μου τον χώρο να εξελίξω απερίσπαστα το δικό μου, αυτόνομο καλλιτεχνικό όραμα. Πάντοτε διακριτικός, τηρώντας ισορροπίες, σεβόμενος τις καταστάσεις και κατανοώντας την ειλικρίνεια των προθέσεών μου, ο Sclavunos διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση του πρότζεκτ, και ασφαλώς στη σχέση που δημιουργήθηκε όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στον Cave και σ’ εμένα.
Το πιο σημαντικό και ουσιώδες κομμάτι της στενότερης σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ εμού και του Cave τα τελευταία χρόνια είναι ότι αυτή η συνεργασία δεν είναι συνεργασία. Όταν μοιράστηκα την ιδέα μαζί του, θέλησε αμέσως να την στηρίξει. Όμως σε καμία στιγμή μέσα στα τρία χρόνια κατά τα οποία δούλευα αφοσιωμένος τα έργα από τα τραγούδια του δεν θέλησε να κάνει επεμβάσεις, αναλύσεις των νοημάτων των στίχων ή να μου υποδείξει κάποια προσέγγιση. Είχα αποφασίσει από την αρχή ότι όλη η διαδικασία της δημιουργίας των έργων θα περνούσε μέσα από τη δική μου προσωπική ματιά, τη δική μου ερμηνεία και τα δικά μου βιώματα. Αυτό το γεγονός μάς έφερε ακόμη πιο κοντά, καθώς αποκαλύφθηκαν σιγά σιγά μπροστά μας η κοινή αισθητική, οι κοινοί προβληματισμοί και τα κοινά θέματα που υπήρχαν στις δουλειές μας.
Επειδή συχνά με ρωτάνε πώς γνωριστήκαμε με τον Nick Cave, παραθέτω την πρώτη και την τελευταία παράγραφο από το εισαγωγικό κείμενο που έγραψα στο λεύκωμα:
Συνάντησα για πρώτη φορά τον Nick Cave το 1997 στο Λονδίνο. Η συναυλία του για την προώθηση του «Boatman’s Call» είχε μόλις ολοκληρωθεί, κι εγώ, παρακινούμενος από ένα έντονο ενδιαφέρον να τον γνωρίσω από κοντά, στάθηκα έξω από το Royal Albert Hall περιμένοντας να τον δω να βγαίνει από την κεντρική πόρτα. Όπως και έγινε.
Καθώς τον πλησίαζα χωρίς καθόλου να γνωρίζω τι ήθελα να του πω, ο Cave στράφηκε προς το μέρος μου και μου απηύθυνε πρώτος τον λόγο: «Να σου πω ένα ανέκδοτο; Ένας τύπος μ’ ένα φορτηγάκι γεμάτο πιγκουίνους σταματάει σ’ ένα βενζινάδικο. Τους βλέπει ο βενζινάς και του λέει: “Τι θα τους κάνεις όλους αυτούς τους πιγκουίνους;” “Δεν έχω ιδέα!” “Να τους πας στον ζωολογικό κήπο”. Την άλλη εβδομάδα, ο τύπος ξαναπάει στο βενζινάδικο με το φορτηγάκι πάλι γεμάτο με τους πιγκουίνους, που αυτή τη φορά φορούσαν γυαλιά ηλίου και καπέλα. “Μα καλά, δεν σου είπα να τους πας στον ζωολογικό κήπο;” “Τους πήγα”, απαντά ο άλλος, “και σήμερα θα τους πάω για μπάνιο στην παραλία”».
(…)
Και τώρα που το έργο αυτό έχει πια λάβει σχήμα και μορφή, τώρα που το καλλιτεχνικό μου εγχείρημα έχει ολοκληρωθεί και το αποτέλεσμά του είναι πλέον αμετάστρεπτο, μπορώ, νομίζω, να δω λίγο καθαρότερα περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Είναι ασφαλώς ένας φόρος τιμής στον δίσκο που, όπως και ο ίδιος ο δημιουργός του, σημάδεψε ανεξίτηλα την προσωπική και καλλιτεχνική μου εξέλιξη. Ταυτόχρονα, σηματοδοτεί την οριστική μου αναμέτρηση με μια βαρύνουσα εκκρεμότητα, που μέσα της έκρυβε άλλες τόσες εκκρεμότητες και ματαιώσεις. Εντέλει, όμως, αποτελεί και την κατάθεση της προσωπικής μου πρότασης για τη διαλεκτική σχέση που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ανάμεσα σε δύο μορφές τέχνης –τη ζωγραφική και την τραγουδοποιία– οι οποίες ανέκαθεν συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της καλλιτεχνικής μου έκφρασης και δημιουργίας.
«Ξέρεις κάτι;» μου είπε ο Cave πλησιάζοντας για να δει από κοντά το έργο που έφτιαξα για το τραγούδι του Grief Came Riding. «Ακριβώς την ίδια εικόνα μ’ αυτήν που ζωγράφισες, με τα ίδια χρώματα και την ίδια ατμόσφαιρα, έβλεπα κι εγώ όταν έγραφα το τραγούδι. Ένιωθα τα ίδια συναισθήματα. Η μόνη διαφορά είναι ότι, αν και στεκόμουν στην ίδια όχθη, κοιτούσα τη γέφυρα από άλλη οπτική γωνία».
Στέφανος Ρόκος
Αύγουστος 2019
Περισσότερες πληροφορίες για τον καλλιτέχνη:
https://www.stefanosrokos.gr/